- προῆλιξ
- προῆλιξ, ῐκος, ὁ, ἡ,A not having attained to puberty, Sor.2.6 ([comp] Comp. is f.l. for παρ-, Id.1.7).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α (στον συγκριτ.) προηλικέστερος, έρα, ον (πιθ. γρφ.) αυτός που δεν έφθασε ακόμη στην ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἧλιξ «ίδιας ηλικίας» (πρβλ. ὁμ ῆλιξ)] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek